- συνελεύσεις
- συνέλευσιςcoming togetherfem nom/voc pl (attic epic)συνέλευσιςcoming togetherfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Επιδαύρου, συνελεύσεις — Ονομασία δύο εθνικών συνελεύσεων στα χρόνια της Επανάστασης. 1. Η Α’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων. Συγκλήθηκε αρχικά στο Άργος στις 30 Νοεμβρίου του 1821, αλλά εξαιτίας των παρενοχλήσεων των πολιορκούμενων στο γειτονικό Ναύπλιο Τούρκων αποφασίστηκε… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Λυμπρίτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Άγιο Θωμά της Κρήτης. 1. Δημήτριος. Έλαβε μέρος ως οπλαρχηγός στις επαναστατικές κινήσεις του νησιού του (1821 30) και διακρίθηκε για την ανδρεία του. 2. Νικόλαος. Οπλαρχηγός, εξάδελφος του… … Dictionary of Greek
Μανουσέλης — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών από τον Καλλικράτη των Σφακίων. 1. Αναγνώστης. Γιος του Νικόλαου (βλ. 9.). Πήρε μέρος στις συνελεύσεις των προκρίτων στα Σφακιά, οι οποίες είχαν στόχο την οργάνωση της επανάστασης στην Κρήτη. Εξελέγη αρχηγός … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Παναγία Λουτρού — Ναός της Θεοτόκου (Ζωοδόχου Πηγής) στον παράλιο οικισμό Λουτρό των Σφακιών της Κρήτης. Στον ναό αυτό συγκροτήθηκαν συνελεύσεις των κατοίκων των Σφακιών στις 14 Απριλίου 1821 και στις 21 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Στις συνελεύσεις αυτές αποφασίστηκε… … Dictionary of Greek